- ἰδιωτικαῖς
- ἰδιωτικόςoffem dat pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ομιλία — η (ΑΜ ὁμιλία, Α ιων. τ. ὁμιλίη) 1. λόγος που εκφωνείται σε συγκέντρωση, διάλεξη (α. «την Κυριακή θα γίνει ομιλία τού βουλευτή στην πλατεία τού χωριού» β. «η επί τού όρους ομιλία») 2. συνομιλία, κουβέντα (α. «με την ομιλία ξέχασα να τηλεφωνήσω» β … Dictionary of Greek
συγγένησις — ήσεως, ἡ, Α [συγγίγνομαι] συναναστροφή, συνάντηση («ἐν ἄλλαις συνουσίαις καὶ ἰδιωτικαῑς συγγενήσεσιν ἑκάστων», Πλάτ.) … Dictionary of Greek